- ἐπιθεραπεύων
- ἐπιθεραπεύωto be diligent aboutpres part act masc nom sgἐπιθεραπεύωto be diligent aboutpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιθεραπεύω — ἐπιθεραπεύω (AM) εφορμόζω νέα, πρόσθετη θεραπεία αρχ. 1. εργάζομαι με ζήλο για έναν σκοπό («τὴν ἑαυτοῦ κάθοδον ἐς τήν πατρίδα ἐπιθεραπεύων», Θουκ.) 2. φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον … Dictionary of Greek